- πειραθῆναι
- πειρᾱθῆναι , πειράωattemptaor inf pass (attic)πειρᾱθῆναι , πειράωattemptaor inf pass (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неизкоушеныи — (12*) пр. 1. Не испытавший чего л.; неопытный, несведущий: Сего ради праведныи двѣ молитвѣ молитьсѧ... просѧ пакы неискѹшенѹ быти своѥю волею. и своимь желаниѥмь на пагѹбѹ д҃ши. (μὴ πειραϑῆναι) ПНЧ 1296, 140 об.; тако и си || противѧтьсѧ истинѣ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… … Dictionary of Greek